-
1 ἅρμα
A chariot, esp. war-chariot, Il.5.231, etc.; freq. in pl. for sg., , etc.;τὰ Λυδῶν ἄρματα Sapph.Supp.5.19
;ἵππους ὑφ' ἅρμασι ζευγνύναι A.Pers. 190
, E.Hipp. 111;ἵππους ὑφ' ἅρματα ἄγειν A.Pr. 465
;πῶλον.. ζυγέντ' ἐν ἅρμασιν Id.Ch. 795
(lyr.); opp. ἁρμάμαξα (q. v.); also, racing-chariot drawn by horses, opp. ὄχημα (a mule-car), Pi.Fr.106.5;ἅ. τέλειον IG2.967.45
;ἁρμάτων ὀχήματα E.Supp. 662
, cf. Ph. 1190; travelling-chariot, Act.Ap.8.28.2 chariot and horses, yoked chariot, Il.2.384, etc.;ἅ. τέθριππον Pi.I.1.14
; ἅ. τετράορον, τέτρωρον, Id.P.10.65, E.Alc. 483: metaph., τρίπωλον ἅ. δαιμόνων of three goddesses, E. Andr. 277 (lyr.).3 team, chariot-horses,ἅρμασιν ἐνδίδωσι κέντρον Id.HF 881
(lyr.); ; ἅρματα τρέφειν keep chariot-horses for racing, X.Hier.11.5; ἅρματος τροφεύς Pl.Lg. 834b.4 metaph.,ἅ. θαλάσσης
a ship,Nonn.
D.4.230, al., Opp.H.1.190.II a mountain district in Attica, where omens from lightning were watched for: hence prov., ὁπόταν δἰ Ἅρματος ἀστράψη, i.e. seldom or never, Str.9.2.11; δι' Ἅρματος alone, Plu.2.679c.III Pythag. name for unity, Theol.Ar.6.
См. также в других словарях:
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek